- νεοσπαδής
- νεο-σπᾰδής, ές, (σπάω)A = νεοσπάς, ν. ξίφος newly drawn from a wound, bloody, A.Eu.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσπαδής — νεοσπαδής, ές (Α) (ιδίως για ξίφος) αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα («αἵματι στάζοντα χεῑρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπαδής (< σπας < θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. νευρο σπαδής] … Dictionary of Greek
νεοσπαδῆ — νεοσπαδής newly drawn from a wound neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεοσπαδής newly drawn from a wound masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεοσπαδής newly drawn from a wound masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσπαδές — νεοσπαδής newly drawn from a wound masc/fem voc sg νεοσπαδής newly drawn from a wound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek